- τσιγγούνης
- και τσιγκούνης, ο θηλ. τσιγγούνα και τσιγκούνα, Νφιλάργυρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cingene «Τσιγγάνος, γύφτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυμινοκίμβιξ — κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ (Α) φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + κίμβιξ «τσιγγούνης»] … Dictionary of Greek
τσιγγουνεύομαι — και τσιγκουνεύομαι Ν [τσιγγούνης / τσιγκούνης] είμαι τσιγγούνης … Dictionary of Greek
ακριβοκόπος — ο 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. παροιμ. «Τ’ ακριβοκόπου το πουγγί σε χαροκόπου χέρια» (για σπάταλο που κληρονομάει περιουσία από τσιγγούνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + κόπος*] … Dictionary of Greek
ακριβοχέρης — α, ικο αυτός που έχει «ακριβό χέρι», σφιχτοχέρης, τσιγγούνης, παραδόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + χέρι] … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
αμετάδοτος — η, ο (AM ἀμετάδοτος, ον) αυτός που δεν μεταδίδεται, δεν μεταδόθηκε ή δεν πρέπει να μεταδοθεί νεοελλ. (ειδικά για ασθένειες) ο μη μεταδοτικός, ο μη κολλητικός μσν. 1. αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, ο αμέτοχος 2. αυτός που δεν κοινώνησε τών… … Dictionary of Greek
γυφτίζω — και γυφτιάζω 1. μοιάζω με γύφτο, φέρομαι όπως οι γύφτοι 2. είμαι βρόμικος 3. είμαι μικροπρεπής ή τσιγγούνης … Dictionary of Greek
γύφτικος — η, ο 1. ο σχετικός με τον γύφτο 2. βρόμικος, ακατάστατος 3. μικροπρεπής, τσιγγούνης 4. το ουδ. ως ουσ. το γύφτικο σιδηρουργείο 5. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γύφτικα α) συνοικία τών γύφτων β) περιοχή τών σιδηρουργείων 6. φρ. α) «αυτά τα λένε στα… … Dictionary of Greek
γύφτος — ο, θηλ. γύφτισσα (Μ γύφτος) 1. αθίγγανος, τσιγγάνος 2. σιδεράς 3. γανωτής, χαλκοματάς 4. άνθρωπος πολύ μελαχρινός 5. ρυπαρός, ακάθαρτος, βρομιάρης, ατημέλητος 6. άξεστος 7. τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγύπτιος, με σίγηση τού αρκτικού Αι και τροπή… … Dictionary of Greek
εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… … Dictionary of Greek